ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
τρῐφεγγής: -ές, = τριφαής, Θεόδ. Πρόδρ. Ἐπ. σ. 100, Γεώργ. Πισίδ., κλπ.