τοξοτευχής
English (LSJ)
ές,
A armed with the bow, A.Supp.288.
German (Pape)
[Seite 1128] ές, mit Bogen und Pfeilen gerüstet, Aesch. Suppl. 285.
Greek (Liddell-Scott)
τοξοτευχής: -ές, ὡπλισμένος διὰ τοῦ τόξου, εἰ τοξοτευχεῖς ἦτε Αἰσχύλ. Ἱκ. 288.