σωφρονητικός

Revision as of 09:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

German (Pape)

[Seite 1062] ή, όν, = σωφρονικός; τὸ σωφρ. im Ggstz von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = σωφροσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονητικός: -ή, -όν, ἴδε σωφρονικός.