μετενδύω
English (LSJ)
causal in aor. 1,
A put other clothes on a person, θοἰμάτιον τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα Luc.Bis Acc.34: metaph., τὸν Μαιάνδριον τὴν τυραννίδα μετενέδυσε invested him with... Id.Nec.16. II Med. μετενδύομαι, c. aor. Act. μετενέδῡν, Str.17.1.43:—put on other clothes, τὴν ἐσθῆτα l. c., cf. J.Vit.28, AJ20.6.1; τὰς στολάς D.C.46.39, cf. Max. Tyr.4.2: metaph., of souls assuming new bodies, μ. ἐς γυναικέα σκάνεα Ti.Locr. 104d.
German (Pape)
[Seite 158] (s. δύω), umziehen, nach einem Kleide ein anderes anziehen, ὡς θοιμάτιον τοῦτο τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα, Luc. bis accus. 34. – In den intrans. tempp. u. med. sich ein anderes Kleid anziehen, Strab. XVII, 814, D. C. 46, 39; übertr., ὡς μετενδυομέναν τᾶν ψυχᾶν ἐς γυναικέα σκάνεα, Tim. Locr. 104 d.
Greek (Liddell-Scott)
μετενδύω: I. μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α΄, ἐνδύω τινὰ μὲ ἄλλο ἔνδυμα, θοἰμάτιον τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34· μεταφ., τὸν Μαιάνδριον τὴν τυραννίδα μετενέδυσε, τὸν ἐνέδυσε μέ..., ὁ αὐτ. π. Νεκυομαντ. 16. II. Παθ., μετενδύομαι, μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. μετενέδῡν, ἐνδύομαι ἄλλα ἐνδύματα, «ἀλλάζω», τὴν ἐσθῆτα Στράβ. 814· τὰς στολὰς Δίων Κ. 46. 39· μεταφ., ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν μεταβαινουσῶν εἰς νέον σῶμα, μ. ἐς γυναικέα σκάνεα Τίμ. Λοκρ. 104D.