ἐνδελεχέω
English (LSJ)
A continue, c. acc., μάστιγάς τινι LXX Si.30.1:—Pass., to be persistently afflicted with a malady, Steph.in Hp.1.136D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδελεχέω: διαρκῶ, διατελῶ ὤν, Χαρίλαος Näke 173.
ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐξακολουθῶ, Ἑβδ. (Σειράχ. Λ΄, 1) μετὰ διαφ. γρ. -ίζω.