νυκτιλάλος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A nightly-sounding, κιθάρη AP7.29 (Antip. Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐλάλος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λαλῶν, ἠχῶν, κιθάρα Ἀνθ. Π. 7. 29.
[ᾰ], ον,
A nightly-sounding, κιθάρη AP7.29 (Antip. Sid.).
νυκτῐλάλος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λαλῶν, ἠχῶν, κιθάρα Ἀνθ. Π. 7. 29.