θαλασσόω

Revision as of 09:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

Att. θαλαττόω,

   A make or change into sea, ἠπείρους Arist.Mu. 400a27; Νεῖλος θ. τὴν Αἴγυπτον Hld.2.28.    2 purify with sea-water, Hsch. (Pass.).    II Pass., ναῦς θαλαττοῦται she leaks, Plb.16.15.2.    2 of wine, to be mixed with sea-water, Thphr.CP6.7.6; οἶνοι τεθαλασσωμένοι Ath.1.32d, cf. Gal. 13.247 (sg.), POxy.468 (iii A.D.).    III Med., to be a sea-faring man, Luc.Ner.1.

German (Pape)

[Seite 1183] zum Meere machen, überschwemmen, ἤπειρον Arist. mund. 6; vom Schiffe, ναῦς θαλαττοῦται, zieht Wasser, wird leck, Pol. 16, 15, 2; vom Weine, mit Meerwasser vermischen, Ath. I, 32 d. S. θαλασσίας. – Med. auf dem Meere schiffen, Luc. Ner. 1.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσόω: μεταβάλλω εἰς θάλασσαν, ἠπείρους Ἀριστ. Κόσμ. 6, 32· Νεῖλος θ. τὴν Αἴγυπτον Ἡλιόδ. 2. 228. ΙΙ. Παθ., ναῦς θαλαττοῦται, «κάμνει νερά», Πολύβ. 16. 15, 2. 2) πλύνομαι διὰ θαλασσίου ὕδατος, Ἡσύχ.· - ἀλλὰ οἶνος τεθαλασσωμένος, μεμιγμένος μετὰ θαλασσίου ὕδατος, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 7, 6, Ἀθήν. 32D, πρβλ. Ὁρ. 2 Σατ. 8. 15, Πλίν. 14. 10. ΙΙΙ. Μέσ., εἶμαι θαλασσοπόρος, ταξειδεύω διὰ θαλάσσης, Λουκ. Νέρ. 1.