καθαροδίαιτος
German (Pape)
[Seite 1281] ein reines Leben führend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
καθαροδίαιτος: -ον, ὁ ζῶν καθαρῶς, Ἀναστ. Σιν. Ὁδηγ. σ. 242, 3.
[Seite 1281] ein reines Leben führend, K. S.
καθαροδίαιτος: -ον, ὁ ζῶν καθαρῶς, Ἀναστ. Σιν. Ὁδηγ. σ. 242, 3.