Ἀλεξανδρῖνος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek (Liddell-Scott)
Ἀλεξανδρῖνος: -η, -ον, ὁ ἐξ Ἀλεξανδρείας, Πολύβ. 34, 8, 7, Στράβ. 13. 1, 36, Πράξ. Ἀποστ. κηϳ, 11, κζϳ, 6, Διογ. Λ. 7. 18.