παραλληλόγραμμος
English (LSJ)
ον,
A bounded by parallel lines, σχῆμα Str.4.1.3 : neut. as Subst., τὸ π. parallelogram, Euc.2 Def., Plu.2.1080c, etc.; κατὰ-γραμμον Ascl.Tact.11.7. Adv. -γράμμως Iamb. in Nic.p.27 P.
Greek (Liddell-Scott)
παραλληλόγραμμος: -ον, ὁ περιοριζόμενος ὑπὸ παραλλήλων γραμμῶν, Στράβ. 178· τὸ π., γεωμετρικὸν σχῆμα, Εὐκλείδ. 2 Ὁρισμ., Πλούτ. 2. 1080Β, κτλ.