μελλοφανής
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek (Liddell-Scott)
μελλοφᾰνής: -ές, ὁ μέλλων νὰ ἐμφανισθῇ, Ἰω. Μαλαλ. 1, σ. 104.
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
μελλοφᾰνής: -ές, ὁ μέλλων νὰ ἐμφανισθῇ, Ἰω. Μαλαλ. 1, σ. 104.