ἀνταναχωρέω
English (LSJ)
A give ground in turn, Aristid.Or.23(42).47.
German (Pape)
[Seite 244] ebenfalls zurückweichen, Aristid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταναχωρέω: ἀμοιβαίως δίδω τόπον, ὑποχωρῶ, Ἀριστείδ. 1. 529.
A give ground in turn, Aristid.Or.23(42).47.
[Seite 244] ebenfalls zurückweichen, Aristid.
ἀνταναχωρέω: ἀμοιβαίως δίδω τόπον, ὑποχωρῶ, Ἀριστείδ. 1. 529.