Δαρεικός

Revision as of 10:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ὁ, a Persian gold coin (but

   A Δ. ἀργύρειοι Plu.Cim.10), prop. Adj. agreeing with στατήρ (in full, Th.8.28, Hdt.7.28), Ar.Ec. 602, X.An.1.1.9, Herod.7.122, etc.; so χρυσὸς χαρακτῆρα Δαρεικὸν ἔχων D.S.17.66; χρυσὸς Δαρεικός Alciphr.1.5:—written Δαρικός and Δαριχός, IG5(1).1 (Sparta). (From Δαρεῖος, cf. Poll.3.87, acc. to some not D. Nothus, Harp.; the connection with Bab. dariku (dub. sens.) is v. doubtful.)

Greek (Liddell-Scott)

Δᾱρεικός: ὁ, Περσικὸν χρυσοῦν νόμισμα, κυρίως ἐπίθ. συμφωνοῦν πρὸς τὸ στατήρ (ὅπερ προστίθεται ἐν Θουκ. 8. 28, Ἡροδ. 7. 28), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 9, κτλ.· οὕτω, χρυσὸς χαρακτῆρα Δαρεικὸν (Δαρείου;) ἔχων Διόδ. 17. 66· χρυσὸς Δαρεικὸς Ἀλκίφρων 1. 5. (Λέγεται ὅτι κατὰ πρῶτον τὸ νόμισμα τοῦτο ἔκοψεν ὁ Δαρεῖος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἁρποκρ.)