πενταέτηρος
English (LSJ)
ον, poet. for sq.,
A five years old, βοῦς Il.2.403, 7.315 ; ὗς Od.14.419, cf. PMasp.5.11 (vi A. D.). II = πενταετηρικός, τῶν Πτωΐων τῶν π. BCH44.251 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 556] poet. statt πενταετής, fünfjährig, βοῦς, ὗς, Il. 2, 403 Od. 14, 419, u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πενταέτηρος: -ον, (ἔτος), ποιητικ. ἀντὶ πενταετής, ὁ ἔχων ἡλικίαν πέντε ἐτῶν, βοῦς Ἰλ. Β. 403, Ζ. 315· ὗς Ὀδ. Ξ. 419.