αἰσχρολογέω
English (LSJ)
A = αἰσχροεπέω, Pl. R.395e, Brysonap.Arist.Rh.1405b10.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρολογέω: αἰσχροεπέω, Πλάτ. Πολ. 395Ε., Bryson Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13.
A = αἰσχροεπέω, Pl. R.395e, Brysonap.Arist.Rh.1405b10.
αἰσχρολογέω: αἰσχροεπέω, Πλάτ. Πολ. 395Ε., Bryson Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13.