προκαταγγέλλω
English (LSJ)
A announce or declare beforehand, Act.Ap.3.18, J. AJ2.5.2.
German (Pape)
[Seite 728] vorher ankündigen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταγγέλλω: ἀναγγέλλω ἢ διακηρύττω ἐκ τῶν προτέρων, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 18, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Κορινθ. θ΄, 5, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 2..