τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst
ἀπαθανατόω: ἀπαθανατίζω, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. Εὐαγγ. Πρ. 230.