ατος, τό,
A excrement, LXX Ez.32.6.
[Seite 800] τό, das, was fortschreitet. – Auch Auswurf, Excrement, LXX.
προχώρημα: τό, διαχώρημα, περίττωμα, ἀποπάτημα, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ', 6), Ὠριγέν.