ἀπανάστασις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A migration, Str.4.1.13, J.BJ1.15.3; departure, D.H.9.6, Philostr.Ep.11.
German (Pape)
[Seite 278] ἡ, das Aufbrechen und Wegziehen von einem Orte, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανάστασις: -εως, ἡ, μετοικεσία, μετάστασις, Διον. Ἁλ. ΙΙΙ, 1751. 17, Στράβ. 4. 1, 13, σ. 293, 1, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 15, 3.