A f.l. for πέλεθος in Ar.Ec.595; cf. σπέληξ.
[Seite 919] ὁ, = πέλεθος; Ar. Ach. 1133 Eccl. 595; Hegemon bei Ath. XV, 698 d.
σπέλεθος: διάφ. γραφ. ἀντὶ πέλεθος ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 595.