ἐριπτοίητος
English (LSJ)
ον,
A much scared, Nonn.D.28.13.
German (Pape)
[Seite 1030] sehr geschreckt, Nonn. D. 28, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριπτοίητος: -ον, παρὰ πολὺ πτοούμενος, ἔντρομος, Νόνν. Δ. 28. 13.
ον,
A much scared, Nonn.D.28.13.
[Seite 1030] sehr geschreckt, Nonn. D. 28, 13.
ἐριπτοίητος: -ον, παρὰ πολὺ πτοούμενος, ἔντρομος, Νόνν. Δ. 28. 13.