παλιγκαπηλεύω
English (LSJ)
A to be a retail dealer, D.56.7.
German (Pape)
[Seite 448] ein παλιγκάπηλος sein, wieder verkaufen, Dem. 56, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιγκᾰπηλεύω: εἶμαι παλιγκάπηλος, μεταπράτης, πωλῶ «λιανικῶς», Δημ. 1285. 6.
A to be a retail dealer, D.56.7.
[Seite 448] ein παλιγκάπηλος sein, wieder verkaufen, Dem. 56, 7.
πᾰλιγκᾰπηλεύω: εἶμαι παλιγκάπηλος, μεταπράτης, πωλῶ «λιανικῶς», Δημ. 1285. 6.