ες,
A like, of the nature of wild chervil, Thphr.HP7.11.1.
[Seite 889] ες, kerbetartig, Theophr.
σκανδῑκώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς σκάνδικα, ἔχων τὰς ἰδιότητας τῆς σκάνδικος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 1.