ἀνευπαράδεκτος
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek (Liddell-Scott)
ἀνευπαράδεκτος: -ον, ὁ ἀπαράδεκτος, Κύρριλ. Ἀλεξ. Ἠσ. 58, σ. 814.
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
ἀνευπαράδεκτος: -ον, ὁ ἀπαράδεκτος, Κύρριλ. Ἀλεξ. Ἠσ. 58, σ. 814.