διακεκριμένως
English (LSJ)
Adv., (διακρίνω)
A differently, Arist.HA600a18. II specially, δ. ἀρίστη Paus.10.33.7. III separately, distinctly, Procl. Inst.176, Jul.Or.5.164d.
German (Pape)
[Seite 581] unterschieden, besonders, Arist. H. A. 8, 16 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακεκρῐμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διακρίνω, διαφόρως ἀπό, τινὸς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 16, 2. ΙΙ. ἐξόχως, ἰδίως, δ. ἀρίστη Παυσ. 10. 33, 7.