βαλανοκάστανον
English (LSJ)
τό,
A chestnut, prob. for βολβο-, Alex. Trall.5.6.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλᾰνοκάστᾰνον: τό, κάστανον, Ἀλεξ. Τραλλ. σ. 312.
τό,
A chestnut, prob. for βολβο-, Alex. Trall.5.6.
βᾰλᾰνοκάστᾰνον: τό, κάστανον, Ἀλεξ. Τραλλ. σ. 312.