νομοδείκτης
English (LSJ)
ου, Dor. -τας, ὁ,
A one who explains laws, legal adviser, IG5(1).1390.114 (Andania, i B.C.), BSA26.166 (Sparta), IGRom.4.468.19 (Pergam.), Plu.TG9.
Greek (Liddell-Scott)
νομοδείκτης: -ου, ὁ, ὁ ἑρμηνεύων τοὺς νόμους, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9.