υ, gen. υος,
A with splendid bunches, Nonn.D. 18.4.
[Seite 16] ὀπώρη, schöntraubig, Nonn. D. 18, 3.
ἀγλαόβοτρυς: υ, γεν. -υος, ὁ ἔχων λαμπροὺς βότρυς, Νόνν. Δ. 18. 4.