στερνοσώματος

Revision as of 10:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A v. στερροσώματος.

German (Pape)

[Seite 938] λοπάδος κύτος, Xenarch. bei Ath. II, 64 a, = κύτος στέρνου, von der Schüssel (Mein. vergleicht στερνοῦχος γῆ). wo man aber σ τεῤῥοσώματος ändern will.

Greek (Liddell-Scott)

στερνοσώμᾰτος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. στερροσώματος.