ἀγελάζομαι
English (LSJ)
Pass.,
A to be gregarious, flock, Arist.HA597b7, 610b2, Nic. Dam.p.151 D.; ἐς τὴν ἤπειρον Men.Prot.p.49 D.:—Act., ἀγελάσαι· κομίσαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 11] med., heerdenweis leben, φάτται Arist. H. N. 9, 2, 1. Nach Poll. 4, 45 auch von den Versammlungen der Schüler.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγελάζομαι: διαιτῶμαι ἢ ζῶ ἀγεληδόν, συναγελάζομαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 12, 9, 9. 2, 1. - Οἱ δὲ Κρητῶν παῖδες ἀγελάζονται μετ’ ἀλλήλων σκληραγωγούμενοι, Νικ. Δαμ. Σ. 279: - Ὁ Ἡσύχ. λέγει, «ἀγελάσαι, κομίσει.»