ἀναθεματισμός
English (LSJ)
ὁ,
A a cursing, Just.Nov.42.1.1: pl., Cod.Just.1.3.38, Just.Nov.146.1.2.
German (Pape)
[Seite 188] ὁ, die Verfluchung, der Kirchenbann, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθεμᾰτισμός: ὁ, κατάρα, ἀφορισμὸς ἀπὸ τῆς κοινωνίας, ἀναθεματισμός, Βυζ.