Ἀλκαϊκός
English (LSJ)
ή, όν,
A used by Alcaeus, μέτρον Trypho Trop.3.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀλκαϊκός: -ή, -όν, (Ἀλκαῖος), «μέτρον Ἀλκαϊκόν», Ἡφαιστ. 7, 10., 10, 8., 14, 5., 6, καὶ ἀλλ.
ή, όν,
A used by Alcaeus, μέτρον Trypho Trop.3.
Ἀλκαϊκός: -ή, -όν, (Ἀλκαῖος), «μέτρον Ἀλκαϊκόν», Ἡφαιστ. 7, 10., 10, 8., 14, 5., 6, καὶ ἀλλ.