Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
φυλᾰκέω: φυλακίζω ἢ τηρῶ ἐν φυλακῇ, τινα Ἐκκλ.