ἀμφικνέφαλλος
English (LSJ)
ον,
A with cushions at both ends, v. ἀμφικέφαλος 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικνέφαλλος: ἢ ἀμφικνέφαλος, ον, ἐπὶ κλίνης ἐχούσης προσκεφάλαια ἑκατέρωθεν, πιθαν. γραφ. ἀντὶ ἀμφικέφαλος ΙΙ.
ον,
A with cushions at both ends, v. ἀμφικέφαλος 11.
ἀμφικνέφαλλος: ἢ ἀμφικνέφαλος, ον, ἐπὶ κλίνης ἐχούσης προσκεφάλαια ἑκατέρωθεν, πιθαν. γραφ. ἀντὶ ἀμφικέφαλος ΙΙ.