φωρίδιος
English (LSJ)
α, ον, poet. for φώριος,
A stolen, AP9.348 (Leon.Alex.), Max.411, Doroth. in Cat.Cod.Astr. 6.104.
German (Pape)
[Seite 1323] poet. = φώριος, gestohlen, Leon. Al. 42 (IX, 348).
Greek (Liddell-Scott)
φωρίδιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ φώριος, κλοπιμαῖος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 348, Μάξιμ. π. καταρχ. 411.