συνεκτέον
English (LSJ)
(συνέχω)
A one must keep together, τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας X.Cyr.7.5.70.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συνέχω, δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70.
(συνέχω)
A one must keep together, τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας X.Cyr.7.5.70.
συνεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συνέχω, δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70.