κόνδαξ

Revision as of 10:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, gambling game played with an unpointed dart, Cod.Just.3.43.1.4: metaph., παίζων κόνδακα, of sexual intercourse, AP5.60 (Rufin.).

German (Pape)

[Seite 1480] ακος, ὁ, das Geschoß, der Nagel, wie κόνταξ, Sp. – Es soll auch dasselbe Knabenspiel gewesen sein, welches sonst κυνδαλισμός heißt; dah. κόνδακα παίζειν vom Beischlaf, Rufin. 7 (VI, 61).

Greek (Liddell-Scott)

κόνδαξ: -ᾱκος, ὁ, πιθ. ἡ ἐν λέξ. κυνδαλισμὸς περιγραφομένη παιδιὰ (ἴδε κόνταξ)· ― μεταφ., κόνδακα παίζειν, ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Ἀνθ. Π. 5. 61.