ὑψηλοφρονέω
English (LSJ)
A to be high-minded, Ep.Rom.11.20, 1 Ep.Ti.6.17.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψηλοφρονέω: εἶμαι ὑψηλόφρων, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 20, Ἐπιστ. πρ. Τιμ. Α΄, ς΄, 17.
A to be high-minded, Ep.Rom.11.20, 1 Ep.Ti.6.17.
ὑψηλοφρονέω: εἶμαι ὑψηλόφρων, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 20, Ἐπιστ. πρ. Τιμ. Α΄, ς΄, 17.