ές,
A goldengleaming, Jo.Gaz.Ecphr.1.58.
[Seite 275] ές, goldgelb scheinend, Sp.
ξανθοφαής: -ές, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, Ἰω. Γαζ. Ἔκφρ. 1, 55.