ἀλάθητος
English (LSJ)
[λᾱ], ον,
A gloss on ἄληστος, Suid.: coupled with ἄλαστος, Sch.E.Hec.685. 2 not escaping detection, Astramps. Orac.13.1.
German (Pape)
[Seite 88] 1) nicht zu vergessen, VLL. – 2) dem Nichts entgeht; τὸ θεῖον Aesop. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάθητος: [λᾱ], ον, = ἄληστος, ὃν οὐδὲν λανθάνει, οὗ τὴν προσοχὴν ἢ μνήμην οὐδὲν διαφεύγει, Αἴσωπ., Εὐστ. καὶ μεταγενέσ.