τετράσημος

Revision as of 10:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

ον, in Music,

   A of four time-units, Aristid. Quint.1.16; πούς Heph.6.1, cf. Quint.Inst.9.4.51; ἐπιπλοκή Sch. Heph.p.110 C.

German (Pape)

[Seite 1099] von oder mit vier Zeichen, Längen in der Metrik, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τετράσημος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων σημείων· ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ ἐκ τεσσάρων εἰδῶν χρόνου, Ἀριστείδ. Κόϊντ. σ. 35, 37, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. σ. 163, 4, Osann Anal. Cr. σ. 76, Auctar. Lex. σ. 157.