διαθεσμοθετέω
English (LSJ)
A prescribe severally, ordain, πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl. Ti.42d, cf. Iamb.VP16.68, Hierocl.in CA19p.460M., Procl.in Cra. p.49P.
German (Pape)
[Seite 578] durch Gesetze bestimmen; πάντα Plat. Tim. 42 d; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαθεσμοθετέω: τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν (διὰ νόμου), Πλάτ. Τιμ. 42D.