ἔφαμμος
English (LSJ)
ον,
A sandy, Thphr. CP2.4.4, etc. (nisi leg. ὕφαμμος).
German (Pape)
[Seite 1112] sandig, Theophr., v. l. ὕφαμμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφαμμος: -ον, ἀμμώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4, κτλ. ὁ Schneid. ὕφαμμος.
ον,
A sandy, Thphr. CP2.4.4, etc. (nisi leg. ὕφαμμος).
[Seite 1112] sandig, Theophr., v. l. ὕφαμμος.
ἔφαμμος: -ον, ἀμμώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4, κτλ. ὁ Schneid. ὕφαμμος.