Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
A muzzle completely, AB421.
[Seite 335] den Mund durch einen Maulkorb (φιμός) sperren; übh. hemmen, verschließen, Sp.
ἀποφῑμόω: κλείω διὰ φιμοῦ τὸ στόμα, μεταφορ. ἀποστομώνω, Α. Β. 421. 27 ἐν λέξει ἀπερράπισεν.