A to be in want of money, Poll.6.196.
[Seite 419] arm sein, Plat. c. Poll. 6. 196.
ἀχρημονέω: εἶμαι ἀχρήμων, Πλάτ. Κωμικ. παρὰ Πολυδ. Ϛ’, 196.