[ῡ],
A to be spread wide, Plu.Daed.4.
ἀναπλατύνομαι: παθ., ἐπεκτείνομαι εἰς πλάτος, «νὺξ δὲ οὐδέν ἐστιν ἄλλο πλὴν σκιὰ γῆς, ὅταν γὰρ πλησιάσασα ταῖς δυσμαῖς ἀποκρύψῃ τὸν ἥλιον, ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα» Πλουτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Πρ. Εὐαγγ. 84D.