αἰτηματικός
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to ask, Artem.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτηματικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.
ή, όν,
A disposed to ask, Artem.4.2.
αἰτηματικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.