προπαιδεύω

Revision as of 10:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A teach beforehand, in Pass., Pl.R.536d; πρὸς πάσας . . τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Arist.Pol.1337a19; ὑπό τινων S.E. M.6.29.

German (Pape)

[Seite 738] vorher unterrichten, τῆς προπαιδείας, ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι, Plat. Rep. VII, 536 d.

Greek (Liddell-Scott)

προπαιδεύω: διδάσκω πρότερον, τινὰ εἴς τι Κλήμ. Ἀλ. 484· Παθ. (ἴδε προπαιδεία), Πλάτ. Πολ. 536D· πρὸς πάσας... τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Ἀριστ. Πολιτ. 8. 1, 2· ὑπό τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 29.