συνεξέρχομαι
English (LSJ)
A go or come out with, c. dat., Hdt.5.74, E.Hec.1012, Th.8.61, X.HG3.4.2. 2 of things, Hp.Nat.Hom. 14, Arist.HA587a17, GA783a36, Gal.18(1).135. 3 come out or result in identity with, τινι S.E.M.7.421.
German (Pape)
[Seite 1015] (s. ἔρχομαι), mit, zugleich herausgehen, τινί; Eur. Hec. 1012; Thuc. 8, 61; Xen. An. 7, 8, 6; bes. zum Angriff, Hell. 3, 4, 2 u. öfter, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξέρχομαι: ἐξέρχομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 5. 74, Εὐρ. Ἑκ. 1012, Θουκ. 8. 61, κτλ.· ἰδίως, ἐπιτίθεμαι, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 2, π. Ζ. Γεν. 5. 3, 23, κτλ. 3) καταλήγω ἢ ἀπολήγω, ἀποβαίνω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 421.