εἰσάφασμα

Revision as of 10:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

[ᾰφ], ατος, τό,

   A touch, grasp, A.Fr.204 (pl.).

German (Pape)

[Seite 741] τό, das Anfassen, Aesch. frg. 185.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσάφασμα: τό, ἁφή, πιάσιμον, «εἰσαφάσματα· εἰσπτήματα, ἀπὸ τοῦ εἰσαφιέναι. ἢ σπαράγματα. Αἰσχύλος Προμηθεῖ Λυομένῳ» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 199).